43 research outputs found
Maintained Smoking Cessation for 6 Months Equilibrates the Percentage of Sputum CD8+ Lymphocyte Cells with That of Nonsmokers
Little is known about the longitudinal effects of smoking cessation on sputum inflammatory cells. We aimed to investigate the changes in sputum inflammatory cells and T-lymphocyte subpopulations after 6 and 12 months smoking cessation. Induced sputum was obtained from 68 healthy smokers before and after 6 months (n = 21) and 1 year (n = 14) smoking cessation and from ten healthy never-smokers. Inflammatory cells were identified by morphology and T-lymphocyte subpopulations by flow cytometry. Sputum macrophages were decreased after 12 months of smoking cessation in comparison to baseline, while neutrophils increased. Moreover, CD8+ T-cells were decreased in smokers before smoking cessation compared to never-smokers and increased in smokers after 6 months of smoking cessation in comparison to baseline; result that was maintained after 1 year of smoking cessation. These novel findings indicate that smoking cessation can equilibrate certain inflammatory cells of smokers with those of nonsmokers, within 6 months of smoking cessation
Sputum and nasal lavage lung-specific biomarkers before and after smoking cessation
<p>Abstract</p> <p>Background</p> <p>Little is known about the effect of smoking cessation on airway inflammation. Secretory Leukocyte Protease Inhibitor (SLPI), Clara Cell protein 16 (CC16), elafin and human defensin beta-2 (HBD-2) protect human airways against inflammation and oxidative stress. In this longitudinal study we aimed to investigate changes in sputum and nasal lavage SLPI, CC16, elafin and HBD-2 levels in healthy smokers after 6 and 12 months of smoking cessation.</p> <p>Methods</p> <p>Induced sputum and nasal lavage was obtained from healthy current smokers (n = 76) before smoking cessation, after 6 months of smoking cessation (n = 29), after 1 year of smoking cessation (n = 22) and from 10 healthy never smokers. SLPI, CC16, elafin and HBD-2 levels were measured in sputum and nasal lavage supernatants by commercially available ELISA kits.</p> <p>Results</p> <p>Sputum SLPI and CC-16 levels were increased in healthy smokers before smoking cessation versus never-smokers (p = 0.005 and p = 0.08 respectively). SLPI and CC16 levels did not differ before and 6 months after smoking cessation (p = 0.118 and p = 0.543 respectively), neither before and 1 year after smoking cessation (p = 0.363 and p = 0.470 respectively). Nasal lavage SLPI was decreased 12 months after smoking cessation (p = 0.033). Nasal lavage elafin levels were increased in healthy smokers before smoking cessation versus never-smokers (p = 0.007), but there were no changes 6 months and 1 year after smoking cessation.</p> <p>Conclusions</p> <p>Only nasal lavage SLPI decrease after 1 year after smoking cessation. We may speculate that there is an ongoing inflammatory process stimulating the production of counter-regulating proteins in the airways of healthy ex-smokers.</p
Smoking cessation can improve quality of life among COPD patients: Validation of the clinical COPD questionnaire into Greek
<p>Abstract</p> <p>Background</p> <p>Chronic obstructive pulmonary disease (COPD) remains a major public health problem that affects the quality of life of patients, however smoking cessation may emeliorate the functional effects of COPD and alter patient quality of life.</p> <p>Objective-design</p> <p>The aim of this study was to validate the Clinical COPD Questionnaire (CCQ) into Greek and with such to evaluate the quality of life in patients with different stages of COPD, as also assess their quality of life before and after smoking cessation.</p> <p>Results</p> <p>The internal validity of questionnaire was high (Cronbach's a = 0.92). The reliability of equivalent types in 16 stabilized patients also was high (ICC = 0.99). In general the domains within the CCQ were strongly correlated with each other, while each domain in separate was strongly correlated with the overall CCQ score (r<sup>2 </sup>= 0.953, r<sup>2 </sup>= 0.915 and r<sup>2 </sup>= 0.842 in regards to the functional, symptomatic and mental domain, respectively). The CCQ scores were also correlated with FEV<sub>1, </sub>(r<sup>2 </sup>= -0.252, p < 0.001), FEV<sub>1</sub>/FVC, (r<sup>2 </sup>= -0.135, p < 0.001) as also with the quality of life questionnaire SF-12 (r<sup>2 </sup>= -0.384, p < 0.001). Smoking cessation also lead to a significant reduction in CCQ score and increase in the SF-12 score.</p> <p>Conclusions</p> <p>The self administered CCQ indicates satisfactory validity, reliability and responsiveness and may be used in clinical practice to assess patient quality of life. Moreover the CCQ indicated the health related quality of life gains attributable to smoking cessation among COPD patients, projecting smoking cessation as a key target in COPD patient management.</p
Σύγκριση φλεγμονωδών παραγόντων μεταξύ βαρέως άσθματος και χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας
Σύγκριση φλεγμονώδων παραγόντων μεταξύ βαρέως άσθματος και χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας
Το άσθμα και η ΧΑΠ είναι οι δύο συχνότερες παθήσεις του πνεύμονα, με συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά επιπολασμού, θνητότητας και θνησιμότητας. Αν και διαφορετικοί μηχανισμοί ενέχονται στις δύο παθήσεις είναι συχνό το διαφοροδιαγνωστκό πρόβλημα μεταξύ τους, ειδικά στην περίπτωση του Βαρέως Επίμονου ’σθματος (ΒΕΑ), που παρουσιάζει ομοιότητες με τη ΧΑΠ σε επίπεδο φυσιολογίας (αυξημένη συχνότητα μη αναστρέψιμης απόφραξης των αεραγωγών) και παθολογίας των αεραγωγών (αυξημένος αριθμός ουδετεροφίλων). Ο στόχος της παρούσας διατριβής ήταν να συγκρίνουμε δείκτες φλεγμονής μεταξύ ασθενών με ΧΑΠ και ΒΕΑ με την ίδια βαρύτητα απόφραξης των αεραγωγών. Συγκεντρώθηκαν 15 ασθενείς με ΧΑΠ ηλικίας (μ.ο.±απόκλιση) 68±8 έτη, πρώην καπνιστές, μέση FEV1 45%προβλ. και 13 ασθενείς με ΒΕΑ ηλικίας 55±10 έτη, μη καπνιστές, μέση FEV1 49%προβλ από το Τακτικό Πνευμονολογικό Ιατρείο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου. Η διάγνωση της ΧΑΠ έγινε ακολουθώντας τα κριτήρια της ERS (Ευρωπαϊκή Πνευμονολογική Εταιρία). Όλοι οι ασθενείς παρουσίαζαν μη αναστρέψιμη απόφραξη των αεραγωγών, οριζόμενη ως ΔFEV1800mg/ημ φλουτικαζόνης ή >1200mg/ημ βουδεσονίδης) και εισπνεόμενους μακράς δράσης β2 αγωνιστές. Κανένα άτομο δεν ελάμβανε κάποιο άλλο φαρμακευτικό σκεύασμα ή υπέφερε από κάποιο άλλο πνευμονολογικό ή συστηματικό νόσημα. Σε όλους τους ασθενείς έγινε λήψη δειγμάτων πτυέλων μετά από τεχνητή πρόκληση με υπέρτονο χλωριούχο νάτριο. Η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε για την πρόκληση παραγωγής πτυέλων και για την επεξεργασία των πτυέλων ήταν των Pin και συν. Μετρήθηκαν οι πληθυσμοί των φλεγμονωδών κυττάρων (συμπεριλαμβανομένων και των μεταχρωματικών κυττάρων) και οι υποπληθυσμοί των Τ-λεμφοκυττάρων στα πτύελα των δύο ομάδων ασθενών χρησιμοποιώντας τεχνικές κυτταροχημείας και ανοσοκυτταροχημείας. Το στατιστικό πακέτο StatsDirect (Camcode Cambridge, UK) χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση των αποτελεσμάτων. Οι διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων ελέχθησαν χρησιμοποιώντας το Mann-Witney test για μη κανονικές και το t-test για κανονικές κατανομές. Το p<0.05 θεωρήθηκε στατιστικά σημαντικό. Αυξημένο ποσοστό ουδετεροφίλων βρέθηκε στους ασθενείς με ΧΑΠ σε σύγκριση με τους ασθενείς με ΒΕΑ (p<0.03), ενώ ίδιο ποσοστό ουδετεροφίλων σε σύγκριση με τους ασθενείς με ΒΕΑ και μη αναστρέψιμη απόφραξη των αεραγωγών. Στην ΧΑΠ βρέθηκε αρνητική συσχέτιση μεταξύ των ουδετεροφίλων και του δείκτη διάχυσης CO (r=-0.462, p<0.04). Οι ασθενείς με ΒΕΑ παρουσίασαν αυξημένα ηωσινόφιλα και μεταχρωματικά κύτταρα σε σχέση με την ΧΑΠ (p<0.04, p<0.007 αντιστοίχως). Αυξημένος λόγος CD4/CD8 και μειωμένος λόγος CD4-ΙNFγ/CD4-IL4+ κυττάρων (p<0.001) βρέθηκε στο ΒΕΑ σε σχέση με τη ΧΑΠ. Στο ΒΕΑ ο λόγος CD4/CD8 συσχετίζονταν θετικά με τα ηωσινόφιλα στα πτύελα (r=0.567, p<0.04). Συμπεραίνουμε ότι παρά τη θεραπεία με εισπνεόμενα κορτικοειδή, οι ασθενείς με ΒΕΑ και ΧΑΠ παρουσιάζουν διαφορετικό τύπο φλεγμονής στα πτύελα, ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην διαφορική διάγνωση μεταξύ των δύο παθήσεων. Τα ανωτέρω αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Clinical and Η ΧΑΠ είναι μία διαρκώς επιδεινούμενη πάθηση με συχνές παροξύνσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από αύξηση του αισθήματος της δύσπνοιας, συριγμό, αίσθημα σφιξίματος στο στήθος, αύξηση του βήχα και των πτυέλων, ή κάποια μη ειδικά ενοχλήματα, που οδηγούν τον ασθενή στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η φλεγμονή αυξάνεται κατά την διάρκεια των παροξύνσεων της ΧΑΠ. Ο σκοπός του συμπληρωματικού πρωτοκόλλου της παρούσας διατριβής ήταν να μελετήσει αλλαγές σε δείκτες φλεγμονής κατά την βαριά παρόξυνση ΧΑΠ σε σχέση με την σταθερή κατάσταση. 14 ασθενείς με ΧΑΠ ηλικίας (μ.ο.+/-απόκλιση) 69+/-7 έτη, πρώην καπνιστές (68+/-23πακ-έτη), μη ατοπικοί, μέση FEV1 σε σταθερή κατάσταση 40+/-14%προβλ., συγκεντρώθηκαν από το Επείγον Πνευμονολογικό Ιατρείο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου κατά την έναρξη σοβαρής παρόξυνσης που χρειαζόταν εισαγωγή στο νοσοκομείο. Η παρόξυνση ορίστηκε ως βαριά σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια: χρήση επικουρικών αναπνευστικών μυών, παράδοξες κινήσεις του αναπνευστικού τοιχώματος, αναπνευστική ανεπάρκεια. Προκλητά πτύελα πάρθηκαν στην παρόξυνση πριν από οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση. Έγινε ακτινογραφία θώρακος και ελήφθησαν αέρια αίματος. 12 από τους 14 ασθενείς επανεκτιμήθηκαν σε μια προγραμματισμένη επίσκεψη 16 εβδομάδες μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο. Πάρθηκαν εκ νέου προκλητά πτύελα και αέρια αίματος. Επίσης έγινε πλήρης λειτουργικός έλεγχος. 2 ασθενείς αποκλείστηκαν από την μελέτη, επειδή υπέστησαν νέα έξαρση ή οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού κατά την διάρκεια των 16 εβδομάδων μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο. Μετρήθηκαν οι πληθυσμοί των φλεγμονωδών κυττάρων και οι υποπληθυσμοί των Τ-λεμφοκυττάρων στα δείγματα πτυέλων των ίδιων ασθενών σε παρόξυνση και σε σταθερή κατάσταση. Για τις μετρήσεις χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές κυτταροχημείας και ανοσοκυτταροχημείας. Όλα τα δείγματα στάλθηκαν στο μικροβιολογικό τμήμα για καλλιέργειες για κοινά βακτήρια. 5 ασθενείς είχαν θετικές καλλιέργειες πτυέλων για κοινά μικρόβια στην παρόξυνση. Το στατιστικό πακέτο StatsDirect (Camcode Cambridge, UK) χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση των αποτελεσμάτων. Οι διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων ελέχθησαν χρησιμοποιώντας το Wilkoxon-signed rank test για μη κανονικές και το paired t-test για κανονικές κατανομές. Το p<0.05 θεωρήθηκε στατιστικά σημαντικό. Αυξημένο ποσοστό ουδετεροφίλων βρέθηκε στην παρόξυνση σε σχέση με την σταθερή κατάσταση (p<0.002). Οι λόγοι CD4/CD8 και CD8-INFγ/CD8-IL4+ κυττάρων ήταν μειωμένοι στην παρόξυνση σε σύγκριση με την σταθερή κατάσταση (p=0.03 και p=0.02, αντιστοίχως). Αυτές οι αλλαγές ήταν ανεξάρτητες από την παρουσία βακτηριακής λοίμωξης ή όχι. Συμπεραίνουμε ότι ο λόγος CD4/CD8 μειώνεται και η CD8+ τύπου 2 λεμφοκυτταρική αντίδραση επάγεται κατά την βαριά παρόξυνση ΧΑΠ. Περαιτέρω έρευνες πρέπει να γίνουν για να διερευνηθεί εάν αυτή η φλεγμονώδης απάντηση κατά την παρόξυνση της ΧΑΠ αντιπροσωπεύει έναν συγκεκριμένο φαινότυπο της νόσου. Τα ανωτέρω αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Πνευμονολογικό Συνέδριο το 2002 (M. Tsoumakidou, G. Chrysofakis, N. Tzanakis, E. Papadopouli, D. Kyriakou, N.M. Siafakas. Possible involvement of CD8+ cells and their subpoulations in COPD exacerbations. European Respiratory Journal 2002; 20 (38) 505s)
